- σπλαγχνίς
- σπλαγχν-ίς, ίδος, ἡ, acc. pl. σφλανγνίδης (sic),A inwards, UPZ89.3 (ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπλαγχνίς — ίδος, ἡ, και τ. πληθ. οφλαγχνίδες, αί, Α (κυρίως στον πληθ.) αἱ σπλαγχνίδες και σφλαγχνίδες τα εντόσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνα + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. δακτυλ ίς)] … Dictionary of Greek
σφλαγχνίδες — αἱ, Α βλ. σπλαγχνίς … Dictionary of Greek